ἀκουστικός

ἀκουστικός
ἀκου-στικός, ή, όν,
A of or for hearing,

πάθος Epicur.Ep.1p.13U.

;

αἴσθησις ἀ. Plu.2.37f

;

δύναμις ἀ. Arr.Epict. 2.23.2

; πόρος ἀ. orifice of ear, Gal.10.455; τὸ ἀ. faculiy of hearing, Arist.de An.426a7.
2 ready to hear, c. gen., Id.EN1103a3, Arr. Epict.3.1.13. Adv.

-κῶς Phld.Mus.p.107

K., S.E.M.7.355.
4 = sq., Sch.E.Or.1281.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀκουστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακουστικός — ή, ό (AM ἀκουστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αίσθηση τής ακοής ή στο ακουστικό όργανο 2. ο κατάλληλος για την αίσθηση τής ακοής νεοελλ. 1. (για τύπους προσώπων) ο ευαίσθητος στις ακουστικές αντιλήψεις 2. το θηλ. ως ουσ. η… …   Dictionary of Greek

  • ακουστικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την ακοή: Aκουστικός πόρος. – Aκουστικό νεύρο κτλ. 2. αυτός που διατηρεί ζωηρότερες τις ακουστικές παρά τις οπτικές παραστάσεις: Οι ακουστικοί τύποι είναι σπανιότεροι από τους οπτικούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουστικός αντικατοπτρισμός — Το φαινόμενο της ολικής ανάκλασης των ηχητικών κυμάτων. Είναι αντίστοιχο με τον συνηθισμένο οπτικό αντικατοπτρισμό …   Dictionary of Greek

  • ακουστικός πόρος — Τμήμα του αφτιού. Διακρίνονται δύο πόροι, ο έσω και ο έξω. Ο έσω πόρος είναι οστέινος σωλήνας, μήκους 1 εκ., πλάτους και ύψους 0,5 εκ. και βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό. Το έξω άκρο του αντιστοιχεί στον λαβύρινθο (έσω ους) και το έσω άκρο του …   Dictionary of Greek

  • ακουστικός ταλαντωτής — Παλλόμενο αντικείμενο που παράγει ακουστικές ταλαντώσεις. Το κύμα που παράγει ο α.τ. έχει τέτοια συχνότητα ώστε να γίνεται αντιληπτό ως ήχος. Ο α.τ. ονομάζεται και ηχητικός ταλαντωτής …   Dictionary of Greek

  • ακουστικός φλοιός — Τμήμα του εγκεφάλου, που δέχεται και ερμηνεύει τα σήματα από τα αφτιά …   Dictionary of Greek

  • ἀκουστικά — ἀκουστικός of neut nom/voc/acc pl ἀκουστικά̱ , ἀκουστικός of fem nom/voc/acc dual ἀκουστικά̱ , ἀκουστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστικώτερον — ἀκουστικός of adverbial comp ἀκουστικός of masc acc comp sg ἀκουστικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστικῶν — ἀκουστικός of fem gen pl ἀκουστικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουστικόν — ἀκουστικός of masc acc sg ἀκουστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”